14 Σεπ 2007

To Ημερολόγιο μιας Hi παραγωγής

Τη στιγμή που το HiTECH αποφάσισε να κάνει αυτή την πρωτοποριακή προσφορά στους αναγνώστες του, σήμανε «συναγερμός» σε όλο το επιτελείο. Παράλληλα με τον ενθουσιασμό που χαράχτηκε στα πρόσωπα όλων, αρχίσει και μια αλληλουχία εργασιών με αυστηρά χρονοδιαγράμματα...




Στάδιο πρώτο: Η ανεύρεση του υλικού


Η προσφορά ενός δίσκου High Definition ξεκινά με την επιλογή και την ανεύρεση του προγράμματος, κάτι που σήμερα αποτελεί το πιο δύσκολο σημείο: «Ποια παραγωγή είναι εντυπωσιακή, καλοδουλεμένη στο μοντάζ και στη λήψη, έχει αποσπάσει βραβεία παγκοσμίως αλλά και έχει γυριστεί εξ ολοκλήρου σε High Definition;». Απαιτήσεις που έπρεπε επειγόντως να καλύπτει ένας και μοναδικός τίτλος. Ιδού λοιπόν η σειρά «Hi-Def Planet – Ισημερινό Κύκλος», που εντυπωσίασε την πλειονότητα θεατών και κριτικών, με την επιστημονική του εγκυρότητα, τα πλάνα, το μοντάζ, τα χρώματα, την κίνηση, την εκπληκτική εικόνα. Γυρίστηκε σε Full HD και η περαιτέρω επεξεργασία του έγινε αμιγώς ψηφιακά, όπως μοντάζ ήχου και εικόνας, χρωματική διόρθωση κ.λπ. (Περισσότερα για τη σειρά στη στήλη Αποχρώσεις, σελ. 8.)

Η ανεύρεση και το κλείσιμο των δικαιωμάτων των έξι επεισοδίων δεν ήταν απλή υπόθεση, όπως τελικά αποδείχθηκε. Δεκάδες μικρότερες ή μεγαλύτερες δυσκολίες και καθυστερήσεις χώρισαν την ιδέα από την πρώτη φάση της υλοποίησης.



Στάδιο δεύτερο: Το pre-mastering

Έχοντας λοιπόν εντοπίσει το «πρωτογενές» υλικό σε Full High Definition 1080 και σε σκληρό δίσκο που βγήκε από τις ψηφιακές κασέτες φορμά HD-D5, το επόμενο στάδιο ήταν να εντοπιστεί ένα στούντιο ικανό να αντεπεξέλθει σε αυτή την πρόκληση. Η παραγωγή δίσκων Hi-Def, είτε HD-DVD είτε Blu-Ray, δεν είναι ακόμα διαδεδομένη, αφού μόνο μεγάλα στούντιο στην Αμερική έχουν κάνει τέτοια project για τέτοιες παραγωγές – ιδιαίτερα στο πεδίο των κινηματογραφικών ταινιών –, άλλες πετυχημένες και άλλες όχι (στην τελική ποιότητα). Τελικά, μετά από επίπονη έρευνα και πολλές δοκιμές στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, καταλήξαμε να αναθέσουμε το pre-mastering σε μια νέα ελληνική εταιρεία. Η εικόνα υψηλής ανάλυσης δουλεύεται εδώ και αρκετό καιρό από τα στούντιο, κυρίως στο εξωτερικό αλλά και στην Ελλάδα, ωστόσο αυτό συμβαίνει κυρίως στη λήψη και την παραγωγή ταινιών (σε επίπεδο post-production) και ελάχιστα στη δημιουργία δίσκων προς οικιακή χρήση (σε pre-mastering). Έτσι, ενώ πολλοί γνωρίζουν καλά το φορμά και τις όποιες «δυστροπίες» του, είναι πιο δυσεύρετες η εμπειρία και η γνώση στην υλοποίηση ενός οπτικοακουστικού δίσκου HD-DVD ή BD προς αναπαραγωγή.

Έχοντας δει αρκετούς τίτλους σε BD και έχοντας εντοπίσει αρκετά προβλήματα περιεχομένου του φορμά αυτού, η ομάδα των «χρυσών ματιών» του HiTECH κατέληξε στην επιλογή του AVC codec για την κωδικοποίηση της εικόνας (που βασίζεται στο προηγμένο μοντέλο του MPEG-4). Από πλευράς μπάντας ήχου αποφασίστηκε να δοθεί για πρώτη φορά δικάναλη μπάντα σε ασυμπίεστο Linear PCM (ή αλλιώς LPCM), υψηλής ποιότητας 48kHz/16bit. Ο πολυκάναλος ήχος δόθηκε σε Dolby Digital με αυξημένο bitrate (640Kbps έναντι 448Kbps των στάνταρτ DVD).

Με τις προδιαγραφές του BD και το ασυμπίεστο ψηφιακό master, που μας ήρθε σε σκληρό δίσκο από το εξωτερικό, μπήκαμε στο στούντιο και αναμέναμε τα πρώτα δείγματα της κωδικοποίησης της εικόνας. Στα 1920x1080 με προοδευτική σάρωση σε AVC πήραμε εκπληκτικά αποτελέσματα. Έπειτα από αρκετές προσπάθειες για τον εντοπισμό των βέλτιστων ρυθμίσεων κωδικοποίησης και πολλές ώρες αναμονής πάνω σε οκταπύρηνο workstation, αντιληφθήκαμε τη «δύναμη» αυτού του νέου φορμά... Οι δοκιμές που έγιναν και στην αίθουσα δοκιμών του HiTECH για σύγκριση των ίδιων κλιπ μεταξύ MPEG-2 HD και AVC ανέδειξαν τη σχετική υπεροχή του δεύτερου, με αποτέλεσμα να «κλειδώσουμε» στην επιλογή του. Στις 120 ίντσες ενός προβολέα full HD, το αποτέλεσμα ήταν αποστομωτικό. Βέβαια, και το bitrate της εικόνας, που ήταν «καρφωμένο» στα 30Mbit, δεν άφησε και πολλά περιθώρια κακής κωδικοποίησης, αφού μάλιστα και το πρωτογενές υλικό ήταν άριστης ποιότητας – ιδίως στα γρήγορα πλάνα, όπου ο φακός κυνηγά μια τσίτα ή ένα λιοντάρι, η ποιότητα του AVC παρέμενε κάτι παραπάνω από εκπληκτική.


Στάδιο τρίτο: Ηχογράφηση

Για το περιεχόμενο της ηχητικής μπάντας επιλέχθηκε η μεταγλώττιση έναντι των υποτίτλων – αφού η αρχική αφήγηση είναι στην αγγλική γλώσσα – ώστε να μπορέσει ο καθένας να θαυμάσει την εκπληκτική εικόνα και τα απίθανα πλάνα του κάθε επεισοδίου, χωρίς να αποσπάται από τους υπότιτλους που θα εμφανίζονταν κάθε φορά. Η «πληρότητα» της πληροφορίας που λαμβάνει ο θεατής με μια σωστή αφήγηση είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με έναν υποτιτλισμό και τους εν γένει περιορισμούς του (μέγεθος κειμένου, διάρκεια προβολής στην οθόνη), όπως εντόπισε και ο συνεργάτης μας που ανέλαβε τη μετάφραση και την επιστημονική επιμέλεια της σειράς. Χωρίς πολλή καθυστέρηση προχωρήσαμε στην επιλογή του εκφωνητή και με το σενάριο μεταφρασμένο, διορθωμένο και επιστημονικά ελεγμένο, κλείσαμε ραντεβού για να ηχογραφήσουμε το πρώτο επεισόδιο. Ο εκφωνητής μας φάνηκε να γοητεύεται ιδιαίτερα από το περιεχόμενο του κειμένου της ηχογράφησης, καθότι δεν του δίνεται συχνά η ευκαιρία για τόσο μεγάλης διάρκειας αφήγηση σε ντοκιμαντέρ. «Είναι η εικόνα τόσο καλή όσο το κείμενο;» ρώτησε και γελώντας του απαντήσαμε: «Καλύτερη δεν γίνεται!».

Με το αμοντάριστο υλικό της αφήγησης στο σακίδιο επιστρέψαμε στο στούντιο για να δημιουργήσουμε και τις τελικές μείξεις LPCM και σε 5.1 surround. Ο συγχρονισμός της ελληνικής με την αγγλική αφήγηση, βέβαια, δεν ήταν εύκολη δουλειά, καθώς η κάθε γλώσσα έχει τη δική της ροή – επιτεύχθηκε όμως το καλύτερο δυνατό μοντάζ ώστε να μην «προτρέχει» η μία αφήγηση σε βάρος της άλλης.

Για τους λάτρεις της εικόνας με συνοδεία τη –στερεοφωνική– μουσική συμπεριλήφθηκε και ένα τέταρτο κανάλι ήχου «χωρίς αφήγηση» που ολοκλήρωσε τις προδιαγραφές ήχου του δίσκου αυτού.


Στάδιο τέταρτο: Δημιουργία master και αναπαραγωγή

Είχαμε τα υλικά εικόνας και ήχου ασυμπίεστα. Είχαμε και τα κωδικοποιημένα, με τις σωστές ρυθμίσεις, το σωστό προγραμματισμό των μενού και ελεγμένο το κάθε κουμπί, το κάθε σημείο των ενοτήτων, την κάθε λεπτομέρεια. Είχε λοιπόν φτάσει η στιγμή της αλήθειας: η δημιουργία του αρχικού master προς αναπαραγωγή.

Το master για το δίσκο DVD ήταν σχετικά εύκολη διαδικασία, αφού το pre-mastering των DVD είναι υπόθεση που γνωρίζουν καλά αρκετοί επαγγελματίες, χρησιμοποιώντας αρκετά εξελιγμένα εργαλεία. Έτσι, δεν μας ανησύχησε τόσο αυτό το φορμά. Πόσοι όμως είχαν κάνει master για εργοστασιακή αναπαραγωγή δίσκου Blu-ray; Γνώριζαν τις όποιες ρυθμίσεις-παγίδα; Αυτή η διαδικασία μάς έκανε να κρατήσουμε την αναπνοή μας για λίγο.

Σε συνεννόηση με το εργοστάσιο, όπου και οι ίδιοι είχαν λίγη εμπειρία –αφού το φορμά είναι πολύ πρόσφατο– το τελικό master «στήθηκε» με όλες εκείνες τις προδιαγραφές που μας είχαν υποδείξει. Οι αρχικές μας δοκιμές σε δίσκους BD-R είχαν παρουσιάσει πολλές δυσκολίες, καθότι αρκετά player της αγοράς αρνούνται ακόμα να τα αναπαραγάγουν, αφού είναι γνωστό ότι δεν υποστηρίζουν (ακόμα) εγγράψιμα BD-R για να αποτραπεί η «πειρατεία». Ανακαλύψαμε ότι η απουσία κλειδώματος AACS είναι αυτή που δεν επιτρέπει ούτε στο PS3 να παίξει το εγγράψιμο δισκάκι μας. Το σύστημα προστασίας αντιγραφής AACS είναι υποχρεωτικό και έπρεπε να το εξασφαλίσουμε για τη διαδικασία της αναπαραγωγής.

Τελικά, με αρκετό κόπο από αμφότερες τις πλευρές – με το στούντιο να βρίσκεται στη μέση της διαδικασίας – πολλά τηλεφωνήματα στο εξωτερικό και τη συμβουλή ειδικών βιβλίων επί του θέματος, το εργοστάσιο καταλήγει να μας παραγάγει το πρώτο δίσκο BD και η συγκίνηση είναι διάχυτη. Ίσως επειδή οι κόποι μας ανταμείφθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, ίσως επειδή αυτό που γίνεται είναι μοναδικό και πρωτοποριακό για ένα περιοδικό στον κόσμο – όπως μας διαβεβαιώνουν τα δύο εργοστάσια στον κόσμο που τυπώνουν σήμερα Blu-ray. Η παραγωγή του πρώτου Blu-ray ανατέθηκε σε ευρωπαϊκή εταιρεία, η οποία, εν αναμονή της λειτουργίας της δικής της γραμμής παραγωγής BD, ανέθεσε την παραγωγή των γυμνών δίσκων στο ένα από τα δύο εργοστάσια στον κόσμο που φτιάχνουν Blu-ray (στο αμερικανικό) και έκανε τις υπόλοιπες εργασίες στα δικά της εργοστάσια. Το High Definition είναι πλέον εδώ, ίσως λίγο μπερδεμένο από τον ανταγωνισμό των φορμά, αλλά όταν η παραγωγή είναι καλή, μας αλλάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την ψυχαγωγία. Έτσι, από όλους εμάς στο HiTECH, ευχόμαστε να νιώσετε και εσείς την ίδια συγκίνηση και το ίδιο καρδιοχτύπι που νιώσαμε και εμείς όταν κρατήσαμε αυτό το «μπλε κουτάκι»...





Στάδιο πέμπτο:Αντιπαραβολή Blu-ray και DVD

Παρ’ ότι τσεκάραμε και ξανατσεκάραμε τα Blu-ray master σε όλα τα στάδια της παραγωγής από την αρχή του encoding και του authoring έως την ολοκλήρωση του project, περιμέναμε με ανυπομονησία το τελικό προϊόν, ήτοι το τυπωμένο μπλε δισκάκι το οποίο συνοδεύει το περιοδικό που κρατάτε στα χέρια σας. Με το Playstation 3, λοιπόν, και τους προβολείς υψηλής ευκρίνειας JVC DLA-HD1 και Sony VPL-VW100 καθίσαμε να απολαύσουμε το υπέροχο Equator σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια και ποιότητα. Μάλιστα για να επιβεβαιώσουμε για μία ακόμα φορά το συμπέρασμα που έως σήμερα έχουμε εξαγάγει για τις πηγές υψηλής ευκρίνειας –ότι δηλαδή η υπεροχή έναντι του DVD είναι εξίσου δραματική και σε προβολικά HD Ready– επαναλάβαμε τις θεάσεις και με την ανάλυσης XGA τηλεόραση plasma Pioneer PDP PDP-428XD.

Ε, λοιπόν, τη ρεαλιστική και αψεγάδιαστη εικόνα που είδαμε από το Blu-ray (οφειλόμενη βέβαια τόσο στην ποιότητα εικόνας του αρχικού υλικού όσο και στο προσεκτικό encoding) ούτε στις κορυφαίες εκδόσεις του είδους αυτού, όπως το περιβόητο Planet Earth του BBC, δεν την έχουμε ξαναδεί.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να τονίσουμε ότι, πριν προλάβει ο θεατής να παρατηρήσει τα επιμέρους στοιχεία που απαρτίζουν αυτή την καταπληκτική εικόνα, προσέχει ότι η εικόνα είναι παντελώς απαλλαγμένη από κάθε είδους θόρυβο, τεχνουργήματα ή εν γένει συμβατικά προβλήματα που επί μία δεκαετία ταλαιπωρούν το φορμά του DVD. Εδώ η κρυστάλλινη καθαρότητα και η στερεοσκοπική ευκρίνεια της εικόνας είναι τέτοιες, ώστε μας δίνεται η εντύπωση ότι παρακολουθούμε τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ και όχι την ψηφιακή του προβολή σε μια οθόνη 120 ιντσών. Το βάθος πεδίου είναι απλά εκπληκτικό, καθώς η εικόνα κυριολεκτικά διαθέτει τρίτη διάσταση θυμίζοντας περισσότερο προβολή IMAX παρά συμβατική δισδιάστατη προβολή.

Η δε ομαλή ροή των καρέ και η απεικόνιση του παναρίσματος της κάμερας είναι πραγματικά τέλεια και αυτό οφείλεται βέβαια στην επιλογή κωδικοποίησης στα 1.080p με προοδευτική σάρωση.

Ας γίνουμε όμως πιο συγκεκριμένοι: Στα κοντινά πλάνα στις τίγρεις, στα λιοντάρια και στις αντιλόπες μπορούμε με εντυπωσιακή ευκολία να διακρίνουμε την υφή της γούνας –να την παρατηρήσουμε τρίχα τρίχα–, σαν να βρίσκεται το ζώο μπροστά μας, ενώ με αντίστοιχη αληθοφάνεια και απεριόριστη ευκρίνεια διακρίνονται τα φυτά (φύλλα, δέντρα, χορτάρια) σε όλα τα σημεία του κάδρου, ασχέτως εάν έχουμε εστιάσει στο προσκήνιο ή το παρασκήνιο.

Στη σεκάνς που η αγέλη των βουβαλιών περνάει μέσα από το ποτάμι, τα νερά που εκτινάσσονται νομίζουμε ότι «θα μας βρέξουν», ενώ στο πίσω τμήμα του κάδρου όπου είναι συγκεντρωμένα εκατοντάδες ζώα, μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε τον όγκο και το περίγραμμα του κάθε ζώου ξεχωριστά. Αντίστοιχα είναι εντυπωσιακή η αληθοφάνεια με την οποία απεικονίζεται η υφή του δέρματος των ελεφάντων, όπως και η παραμικρή λεπτομέρεια στην περιοχή γύρω από τα μάτια του ζώου.

Ωστόσο, η σκηνή που κυριολεκτικά κλέβει την παράσταση είναι αυτή όπου δύο εκατομμύρια ζέβρες, γκνου και γαζέλες απεικονίζονται σε μια τεράστια έκταση και ο θεατής μπορεί εύκολα να διακρίνει το κάθε ζώο, ειδικά στο πίσω τμήμα του κάδρου όπου έχει συγκεντρωθεί το μεγαλύτερο μέρος των κοπαδιών.

Επαναλαμβάνοντας τις θεάσεις μας σε προβολικές συσκευές HD Ready, όπως η ανάλυσης 1.024x768 plasma Pioneer PDP-428XD και ο 720p προβολέας PT-AX100 της Panasonic επιβεβαιώσαμε για πολλοστή φορά ότι υλικό υψηλής ευκρίνειας όταν προβληθεί σε συσκευή HD Ready και όχι TrueHD όχι μόνο δεν «χάνει» από την ποιότητά του, αλλά αναδεικνύει τη συσκευή αυτή με μοναδικό τρόπο. Το υψηλό contrast ratio και το απέραντο βάθος χρώματος του υλικού κυριολεκτικά απογειώνει το πάνελ. Εντάξει, σίγουρα δεν έχει τη λεπτομέρεια και την ανάλυση ενός πάνελ TrueHD, αλλά οι διαφορές είναι κυριολεκτικά μικρές.

Η αντιπαραβολή του Blu-ray με την έκδοση του προγράμματος σε DVD κατέληξε πάντως σε πραγματικό Βατερλό για το DVD. Κατ’ αρχάς ο θόρυβος της κωδικοποίησης κατά MPEG-2 είναι όχι μόνο ιδιαίτερα έντονος (εγγενές χαρακτηριστικό του φορμά του DVD), αλλά και αρκετά ενοχλητικός. Κατά δεύτερο λόγο η έλλειψη ευκρίνειας εν συγκρίσει με το Blu-ray είναι τόσο έντονη, ώστε όλες οι λεπτομέρειες που αναφέραμε προηγουμένως και που αναδεικνύονται με στερεοσκοπική ευκρίνεια και κρυστάλλινη καθαρότητα στο Blu-ray, στο DVD απλά απουσιάζουν. Η γούνα των αιλουροειδών απεικονίζεται ως μια «άμορφη μάζα» και όχι ως μεμονωμένες τρίχες, η υφή του δέρματος των ελεφάντων είναι «επίπεδη», ενώ η σκηνή όπου τα βουβάλια βουτάνε στο ποτάμι περνά απαρατήρητη. Εάν μάλιστα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στη σεκάνς όπου οι τα κοπάδια από ζέβρες, γκνου και γαζέλες που είναι στη σαβάνα, παρατηρούμε ότι δεν μπορούμε να διακρίνουμε μεμονωμένα ζώα στο πίσω τμήμα του κάδρου, ενώ στις ραβδώσεις στα σώματα των ζεβρών δεν φαίνονται οι εναλλαγές μαύρων και λευκών λουρίδων.

Στο DVD, λοιπόν, «πάει περίπατο», το τρισδιάστατο βάθος πεδίου και η αίσθηση προβολής IMAX που μας άφησε άναυδους στο Blu-ray.

Συνεπώς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπου το υλικό δηλαδή είναι ένα εξαιρετικής ποιότητας ντοκιμαντέρ, η εικόνα υψηλής ευκρίνειας του Blu-ray εξυπηρετεί τον αντικειμενικό στόχο του προγράμματος με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δηλαδή επιτυγχάνει να μεταφέρει το θεατή στον τόπο των γυρισμάτων. Συγκριτικά το DVD δεν επιτυγχάνει τίποτε περισσότερο από το να μας δώσει μια «γενικευμένη» απεικόνιση του υλικού, κάνοντάς μας να αναρωτηθούμε πως επί δέκα χρόνια θεωρούσαμε το φορμά αυτό ικανό να μας δώσει ρεαλιστική εικόνα.


(Οκτώβριος 2007)

Δεν υπάρχουν σχόλια: